- συρμακέζης
- συρμακέσης ο вышивальщик золотом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συρμακέζης — και συρμακέσης, ο, Ν τεχνίτης ειδικός στο να κεντά με χρυσό ή αργυρό σύρμα ενδυμασίες ή υφάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sirmakeş] … Dictionary of Greek